- μεγαρίζω
- μεγαρίζω (Α) [Μέγαρα]1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης, στα οποία ορισμένη μέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια5. (κατά τον Ησύχ.) «μεγαρίζοντεςλιμώττοντες».
Dictionary of Greek. 2013.